-
1 καταστολή
καταστολ-ή, ἡ,2 modesty, reserve, Hp.Decent.5,8; moderation, κ. περιβολῆς in dress, Plu.Per.5: abs., dignity, restraint,κ. καὶ εὐσχημοσύνη Inscr.Prien. 109.186
(ii B.C.), cf. Aristeas 284;ἡ τοῦ βίου σώφρων κ. IGRom. 4.1756.66
(Sardes, i B.C.), cf. Arr.Epict.2.10.15, 21.11, Porph.Abst. 4.6.3 conclusion, 'finale', Mim.Oxy.413.95; δράματος Sch.Ar. Pax 1203; remission,τῆς ὀδύνης Orib.Fr.74
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστολή
-
2 λωφάω
2 c. gen. (cf. καταλωφάω), take rest or abate from, recover from, χόλου, πόθου, A.Pr. 378, 654;πόνου S.Aj.61
;τῆς ὀδύνης Pl.Phdr. 251
c;φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν Id.R. 620c
; soλ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12
.4 abate, of pain, Hp.Int.49; of a disease, Th.2.49, Pl.Lg. 854c; of misfortunes, Th.7.77; of wind, Arist.Mete. 362a7; of the sea, Id.Pr. 934b15;ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι X.An.4.7.6
.II trans., lighten, relieve,ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27
: c. gen., ἀχέων λωφήσετε θυμόν relieve your mind from pains, Emp.145.2. -
3 ἀλλοφρονέω
A think of other things, give no heed,ἀλλ' ἥμην ἀλλοφρονέων Od.10.374
; of one in a swoon, to be senseless,κὰδ δ' ἀλλοφρονέοντα.. εἷσαν Il.23.698
;κεῖτ' ἀλλοφρονέων Theoc.22.129
, cf. Arist.Metaph. 1009b30; ὑπὸ τούτων ἀλλοφρονῆσαι were seized with frenzy by reason of the thunder, etc., Hdt.5.85;ἀλύει καὶ ἀ. ὑπὸ τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.16
, cf. Mul.1.41.II to be of another mind, have other views, v.l. in Hdt.7.205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοφρονέω
-
4 ἀποκινέω
A remove or put away from,ἀποκινήσασκε τραπέζης Il.11.636
;μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107
;τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69
.II intr., move off, abscond, Aen.Tact.10.5, Polyaen.1.43.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκινέω
-
5 γέεννα
γέεννα, ης, ἡ Gehenna, Grecized fr. הִנֹּם (א)גֵּי (B-D-F §39, 8; Josh 15:8b; 18:16b; Neh 11:30) cp. Targum גֵיהִנָּם (s. Dalman, Gramm.2 183), really בֶן־הִנֹּם (א)גֵּי (Josh 15:8a; 18:16a; 2 Ch 28:3; Jer 7:32; cp. 2 Kings 23:10, where the kethibh has the pl.: sons of Hinnom) Valley of the Sons of Hinnom, a ravine south of Jerusalem. There, acc. to later Jewish popular belief, God’s final judgment was to take place (cp. Just., A I, 19, 8). In the gospels it is the place of punishment in the next life, hell: κρίσις τῆς γ. condemnation to G. Mt 23:33. βάλλεσθαι (εἰς) (τὴν) γ. (cp. SibOr 2, 291) 5:29; 18:9; Mk 9:45, 47; ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γ. Lk 12:5; ἀπελθεῖν εἰς (τὴν) γ. Mt 5:30; Mk 9:43; ἀπολέσαι ἐν γ. Mt 10:28; υἱὸς γ. a son of hell 23:15 (dominantly a Semitism, s. υἱὸς 2 cβ; Bab. Rosh ha-Shana 17b בני גיהנם. Cp. the oracle Hdt. 6, 86, γ: the perjurer is Ὅρκου πάϊς; Menand. Dyskolos 88 υἱὸς ὀδύνης). ἔνοχον εἶναι εἰς τὴν γ. (sc. βληθῆναι) 5:22. As a place of fire γ. (τοῦ) πυρός (PGM 4, 3072 γέννα πυρός; ApcEsdr 1:9 p. 25, 1 Tdf.; SibOr 1, 103) hell of fire 5:22; 18:9; 2 Cl 5:4. Of the tongue φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γ. set on fire by hell Js 3:6.—GDalman, RE VI 418ff; PVolz, Eschatol. d. jüd. Gem.’34, 327ff; GBeer, D. bibl. Hades: HHoltzmann Festschr, 1902, 1–29; Billerb. IV 1928, 1029–1118.—B. 1485. M-M.
См. также в других словарях:
Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… … Dictionary of Greek
Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… … Dictionary of Greek
θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… … Dictionary of Greek
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος — (Τρίκαλα 1910 – 1990). Πολιτικός και συγγραφέας. Απόγονος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Α. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Λοζάνη, ενώ παράλληλα έστελνε… … Dictionary of Greek
άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… … Dictionary of Greek
δύσφορος — δύσφορος, ον (AM) 1. οχληρός, ενοχλητικός 2. βραδυκίνητος («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», Πλούτ.) αρχ. 1. (για τροφή) δύσπεπτος 2. αυτός που έχει κακή σοδειά, άγονος («δύσφορος χώρα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσφορα κακά, θλίψεις μσν. το … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… … Dictionary of Greek